- φοινίκοθριξ
- φοινῑκο-θριξ, ὁ, ἡ, gen. τρῐχος,A with red hair,
βόες B.10.105
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βόες B.10.105
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πορφυρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, χρυσό θριξ] … Dictionary of Greek
φοινικότριχα — φοινίκοθριξ with red hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικότριχας — φοινίκοθριξ with red hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)